- οψίτυχος
- ὀψίτυχος, -ον (Α)επιτυχής μετά από πολύ χρόνο καθυστερημένα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀψι- (βλ. λ. οψέ) + -τυχος (< τύχη)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὀψίτυχος — successful after long delay masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψίτυχον — ὀψίτυχος successful after long delay masc/fem acc sg ὀψίτυχος successful after long delay neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψιτύχους — ὀψίτυχος successful after long delay masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀψίτυχοι — ὀψίτυχος successful after long delay masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οψέ — (ΑΜ ὀψέ, Α αιολ. τ. ὄψι) επίρρ. χρον. 1. μετά από πολύ χρόνο, αργά 2. σε προχωρημένη ώρα τής ημέρας, προς το βράδυ αρχ. (ως πρόθ. καταχρ. με γεν.) μετά από αυτά, κατόπιν 2. «ὀψέ ποτε» (κατά τον Ησύχ.) «μόλις ποτέ». [ΕΤΥΜΟΛ. Το θ. ὀψ τού επιρρ.… … Dictionary of Greek